-
1 испорченный
испо́рченн||ый1. прич. от, испортить·2. прил χαλασμένος:\испорченныйый механизм ὁ χαλασμένος μηχανισμός· \испорченныйые отношения οἱ χαλασμένες σχέσεις· \испорченныйый вкус τό χαλασμένο γοῦστο·2. (гнилой) σάπιος, σαπρός, χαλασμένος:\испорченныйое мясо τό χαλασμένο κρέας. -
2 товар
το εμπόρευμα, το προϊόντο είδος, το αγαθόдержать - на складе κρατώ/έχω το - στην αποθήκηотправлять - αποστέλλω/στέλνω το -стоимость - а на условиях СИФ τιμή του - τος με όρους C.I.F. (κόστος, ασφάλειαстоимость - а на условиях ФОБ τιμή του - τος με όρους F.O.B. (ελεύθερον επί του πλοίου)аукционный - προς πλειστηριασμό/δημοπρασίαзаграничные - ы εξωτερικά/ξένα - ταимпортные - ы - τα από το εξωτερικό, ξένα - ταпотребительские - ы τα καταναλωτικά είδη/προϊόντα-сельскохозяйственные - ы τα γεωργικά/αγροτικά προϊόνταРусско-греческий словарь научных и технических терминов > товар
См. также в других словарях:
Telephone arabe — Téléphone arabe Téléphone arabe jeu de société [[Fichier:|]] Ce jeu appartient au domaine public. autre nom {{{autre1}}} … Wikipédia en Français
Téléphone arabe — jeu de société Ce jeu appartient au domaine public Date de 1re édition inconnue Joueur(s) 3 à des centaines Âge à partir de 3 ans Durée annoncée … Wikipédia en Français
Téléphone arabe (jeu) — Téléphone arabe Téléphone arabe jeu de société [[Fichier:|]] Ce jeu appartient au domaine public. autre nom {{{autre1}}} … Wikipédia en Français